- σεμνοπανούργος
- ὁ, Ααυτός που ενώ είναι πανούργος, φαύλος, εμφανίζεται ως σοβαρός και σπουδαίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + πανοῦργος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνοπανοῦργοι — σεμνοπανοῦργος solemn rascal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοπανούργους — σεμνοπανοῦργος solemn rascal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek